επικαρπολογώ

επικαρπολογώ
(Α ἐπικαρπολογοῡμαι, -έομαι)
μαζεύω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον θερισμό ή τον τρύγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαρπος + -λογώ (< λόγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρπολογώ — (Α καρπολογῶ, έω) [καρπολόγος] συγκομίζω καρπούς νεοελλ. 1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω 2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”